- χρυσομανώ
- -έω, Μ [χρυσομανής]επιθυμώ με μανία τον πλούτο, το χρήμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσομανῶ — χρυσομανέω mad after gold pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρυσομανέω mad after gold pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek